απόδειπνο

απόδειπνο
το
η μετά το δείπνο ώρα (κυρίως εκκλησ.), η μετά το δείπνο και πριν από τον ύπνο θρησκευτική ακολουθία (μικρό και μεγάλο απόδειπνο): Στο μοναστήρι που μείναμε, ύστερα από το βραδινό φαγητό πήγαμε στην εκκλησία και παρακολουθήσαμε το απόδειπνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάρρα, Ειρήνη — (Αθήνα 1943 – 1998). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μέση Εμπορική Σχολή και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων καθώς και στη μετάφραση και διασκευή έργων ξένων συγγραφέων. Συνεργάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”