- απόδειπνο
- τοη μετά το δείπνο ώρα (κυρίως εκκλησ.), η μετά το δείπνο και πριν από τον ύπνο θρησκευτική ακολουθία (μικρό και μεγάλο απόδειπνο): Στο μοναστήρι που μείναμε, ύστερα από το βραδινό φαγητό πήγαμε στην εκκλησία και παρακολουθήσαμε το απόδειπνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.